κινηματογραφικός

κινηματογραφικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κινηματογράφο: Θα προβληθεί κινηματογραφική ταινία.
2. αυτός που εξελίσσεται γοργά: Τα γεγονότα εξελίχτηκαν με κινηματογραφική ταχύτητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κινηματογραφικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον κινηματογράφο (α. «κινηματογραφική ταινία» β. «κινηματογραφική λέσχη») 2. μτφ. αυτός που εξελίσσεται πολύ γρήγορα. επίρρ... κινηματογραφικώς 1. με κινηματογραφικό τρόπο 2. μτφ. γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… …   Dictionary of Greek

  • προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… …   Dictionary of Greek

  • Βαϊσμίλερ, Τζόνι — (Johnny Weissmuler, Φράιντορφ, Ουγγαρία [σημ. Ρουμανία] 1904 – 1984). Αμερικανός κολυμβητής και ηθοποιός του κινηματογράφου. Όταν ακόμα ήταν παιδί, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Σικάγο των ΗΠΑ. Στη δεκαετία του 1920 έσπασε δεκάδες φορές τα… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλιαμς, Τζον — (John Williams, Λονγκ Άϊλαντ 1932 –). Αμερικανός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής και διευθυντής ορχήστρας. Ο Γ. θεωρείται ο πιο διάσημος, ο πιο εμπορικός και πολυβραβευμένος κινηματογραφικός συνθέτης όλων των εποχών. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Γουόρχολ, Άντι — (Andy Warhol, Φόρεστ Σίτι, Πενσιλβάνια 1928 – 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνικής καταγωγής Αμερικανού ζωγράφου και σκηνοθέτη του κινηματογράφου Άντριου Γουορχόλα (AndrewWarhola). Ο Γ. σπούδασε στο ινστιτούτο τεχνολογίας του Κάρνεγκι. Το… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Νιούμαν — (Newman). Επώνυμο οικογένειας Αμερικανών μουσικοσυνθετών. 1. Άλφρεντ (Alfred, Κονέκτικατ 1901 – 1970). Συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Κλασικός κινηματογραφικός συνθέτης που έγραψε μουσική για δεκάδες ταινίες συμπεριλαμβανομένων μιούζικαλ,… …   Dictionary of Greek

  • Ντίσνεϊ, Γουόλτ — (Walt Disney, Σικάγο 1901 – Μπέρμπανκ 1966). Αμερικανός δημιουργός κινούμενων σχεδίων και κινηματογραφικός παραγωγός. Αφού άσκησε πρώτα διάφορα επαγγέλματα, παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Τέχνης του Σικάγου και από το 1919 έως το 1922… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”