κινηματογραφικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον κινηματογράφο (α. «κινηματογραφική ταινία» β. «κινηματογραφική λέσχη») 2. μτφ. αυτός που εξελίσσεται πολύ γρήγορα. επίρρ... κινηματογραφικώς 1. με κινηματογραφικό τρόπο 2. μτφ. γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… … Dictionary of Greek
προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… … Dictionary of Greek
Βαϊσμίλερ, Τζόνι — (Johnny Weissmuler, Φράιντορφ, Ουγγαρία [σημ. Ρουμανία] 1904 – 1984). Αμερικανός κολυμβητής και ηθοποιός του κινηματογράφου. Όταν ακόμα ήταν παιδί, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Σικάγο των ΗΠΑ. Στη δεκαετία του 1920 έσπασε δεκάδες φορές τα… … Dictionary of Greek
Γουίλιαμς, Τζον — (John Williams, Λονγκ Άϊλαντ 1932 –). Αμερικανός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής και διευθυντής ορχήστρας. Ο Γ. θεωρείται ο πιο διάσημος, ο πιο εμπορικός και πολυβραβευμένος κινηματογραφικός συνθέτης όλων των εποχών. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
Γουόρχολ, Άντι — (Andy Warhol, Φόρεστ Σίτι, Πενσιλβάνια 1928 – 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνικής καταγωγής Αμερικανού ζωγράφου και σκηνοθέτη του κινηματογράφου Άντριου Γουορχόλα (AndrewWarhola). Ο Γ. σπούδασε στο ινστιτούτο τεχνολογίας του Κάρνεγκι. Το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Νιούμαν — (Newman). Επώνυμο οικογένειας Αμερικανών μουσικοσυνθετών. 1. Άλφρεντ (Alfred, Κονέκτικατ 1901 – 1970). Συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Κλασικός κινηματογραφικός συνθέτης που έγραψε μουσική για δεκάδες ταινίες συμπεριλαμβανομένων μιούζικαλ,… … Dictionary of Greek
Ντίσνεϊ, Γουόλτ — (Walt Disney, Σικάγο 1901 – Μπέρμπανκ 1966). Αμερικανός δημιουργός κινούμενων σχεδίων και κινηματογραφικός παραγωγός. Αφού άσκησε πρώτα διάφορα επαγγέλματα, παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Τέχνης του Σικάγου και από το 1919 έως το 1922… … Dictionary of Greek